υλικοτεχνικός

υλικοτεχνικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υλικοτεχνική βάση» ή «υλικοτεχνική υποδομή»
α) τεχνολ. το σύνολο τών τεχνικών μέσων και τών υλικών που απαιτούνται για την κατασκευή ενός έργου
β) (κοινων.) το σύνολο τών μέσων παραγωγής καθώς και τών οικονομικών σχέσεων ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υλικός + τεχνικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”